Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκλιματίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . εγκλιματί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛŋglimaˈtizɔ] VERB μεταβ και μτφ

εγκλιματίζω

II . εγκλιματίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский