Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγκεκριμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγκεκριμέν|ος <-η, -ο> [ɛɲɟɛkriˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

εγκεκριμένος

Παραδειγματικές φράσεις με εγκεκριμένος

εγκεκριμένος ισολογισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский