Ελληνικά » Γερμανικά

εγκατάστασ|η <-εις> [ɛŋgaˈtastasi] SUBST θηλ

1. εγκατάσταση (μηχανήματος) καλλιτεχν:

Installation θηλ

3. εγκατάσταση (σε πόλη: για διαμονή):

Niederlassung θηλ

4. εγκατάσταση (ενός υπαλλήλου):

Einsetzung θηλ

5. εγκατάσταση (του προέδρου):

Inauguration θηλ

θερμικη εγκατασταση

Καταχώριση χρήστη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский