Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγείρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγείρω <ήγειρα, ηγέρθην> [ɛˈjirɔ] VERB μεταβ

1. εγείρω (οικοδομώ):

εγείρω

2. εγείρω (προβάλλω):

εγείρω απαιτήσεις

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский