Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εγγυητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εγγυητής (εγγυήτρια) [ɛɲɟiiˈtis, ɛɲɟiˈitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

εγγυητής (εγγυήτρια)
Garantiegeber(in) αρσ (θηλ)
εγγυητής (εγγυήτρια)
Bürge αρσ (Bürgin) θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εγγυητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский