Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „είσπραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

είσπραξ|η <-εις> [ˈispraksi] SUBST θηλ

1. είσπραξη (η πράξη):

είσπραξη
Einkassieren ουδ
είσπραξη
Einzug αρσ
η είσπραξη μιας πληρωμής άφιξή της)
είσπραξη επιταγής
είσπραξη μερισμάτων
είσπραξη ναύλου
Frachtinkasso ουδ
Wechseleinzug αρσ
είσπραξη φόρου
είσπραξη φόρου στην πηγή
Quellenabzug αρσ
Inkassogebühr θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με είσπραξη

είσπραξη μερισμάτων
είσπραξη ναύλου
είσπραξη φόρου
είσπραξη επιταγής
είσπραξη φόρου στην πηγή
η είσπραξη μιας πληρωμής άφιξή της)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский