Ελληνικά » Γερμανικά

δυνατ|ός <-ή, -ό> [ðinaˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. δυνατός (που έχει δύναμη, ισχυρός):

δυνατός
ein starker Geist αρσ
eine starke Frau θηλ
δυνατός άντρας
ein starker Mann αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δυνατός

δυνατός άντρας
φυσάει δυνατός αέρας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский