Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δρυμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δρυμός [ðriˈmɔs] SUBST αρσ

1. δρυμός (δάσος βαλανιδιών):

δρυμός
Eichenwald αρσ

ιδιωτισμοί:

εθνικός δρυμός
Nationalpark αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δρυμός

εθνικός δρυμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский