Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δράση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δράσ|η <-εις> [ˈðrasi] SUBST θηλ

2. δράση (σύνολο ενεργειών σε κάποιο πεδίο):

δράση
Tätigkeit θηλ

3. δράση (επενέργεια):

δράση σε
Wirkung θηλ auf +αιτ
χημική δράση

4. δράση ΛΟΓΟΤ:

δράση
Handlung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский