Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δομή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δομή [ðɔˈmi] SUBST θηλ

1. δομή (το πώς σχηματίστηκε κάτι):

δομή
Aufbau αρσ

2. δομή (διάρθρωση ενός συνόλου):

δομή
Struktur θηλ
innere Struktur θηλ
δομή αερίου
Gasstruktur θηλ
δομή ατόμου ΦΥΣ
Atombau αρσ
γραμμική δομή
δομή δαπανών
δικτυωτή δομή
Netzstruktur θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με δομή

δομή θηλ ατόμου
Atombau αρσ
δομή θηλ δαπανών
δομή αερίου
δομή ατόμου ΦΥΣ
Atombau αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский