Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διορθώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διορθώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðiɔrˈθɔnɔ] VERB μεταβ

1. διορθώνω (λάθος):

διορθώνω

2. διορθώνω (επισκευάζω):

διορθώνω

3. διορθώνω (επανορθώνω):

διορθώνω

II . διορθώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (για συνήθειες)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский