Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικηγόρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικηγόρος [ðiciˈɣɔrɔs] SUBST mf, δικηγορίνα [ðiciɣɔˈrina] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με δικηγόρος

δικηγόρος αρσ αντιδίκου
ειδικευμένος δικηγόρος
Fachanwalt αρσ
ασκούμενος δικηγόρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский