Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαστική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαστική αυτοψία
δικαστική απόφαση
δικαστική αρωγή ΝΟΜ
Rechtshilfe θηλ
δικαστική απόφαση
Urteil ουδ
δικαστική αρχή
δικαστική προστασία
δικαστική πληρεξουσιότητα
δικαστική αγωγή
Klage θηλ
δικαστική αρχή
δικαστική διαμάχη
Rechtsstreit αρσ
δικαστική επιδίωξη
δικαστική εξουσία
δικαστική εξουσία
εκτελώ μια δικαστική απόφαση
εκδίδω δικαστική απόφαση
Gerichtsassessor(in) αρσ (θηλ)
η δικαστική εξουσία ΝΟΜ
die Judikative θηλ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „δικαστική“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский