Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διεύρυνση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διεύρυνσ|η <-εις> [ðiˈɛvrinsi] SUBST θηλ

διεύρυνση
Erweiterung θηλ
διεύρυνση της ΕΕ

Παραδειγματικές φράσεις με διεύρυνση

διεύρυνση της ΕΕ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский