Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διδάσκω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . διδά|σκω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ðiˈðaskɔ] VERB μεταβ

διδάσκω

II . διδάσκομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский