Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαφωνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαφων|ώ <-είς, -ησα> [ðiafɔˈnɔ] VERB αμετάβ

1. διαφωνώ (έχω διαφορετική γνώμη):

διαφωνώ με κάποιον
σε αυτό έχω διαφωνώ με τον

2. διαφωνώ (δε συμφωνώ):

διαφωνώ με

Παραδειγματικές φράσεις με διαφωνώ

σε αυτό έχω διαφωνώ με τον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский