Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διατρέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ατρέχω <-έτρεξα> [ðiaˈtrɛxɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με διατρέχω

διατρέχω κίνδυνο
διατρέχω τον κίνδυνο να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский