Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαταγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαταγή [ðiataˈji] SUBST θηλ

2. διαταγή (τραπεζική):

διαταγή
Anweisung θηλ
διαταγή πληρωμής ΝΟΜ

3. διαταγή ΝΟΜ:

διαταγή
Anordnung θηλ
διαταγή
Befehl αρσ
προσωρινή διαταγή
διαταγή εκτέλεσης
διαταγή πληρωμής
προσωρινή διαταγή
αίρω μια διαταγή

Παραδειγματικές φράσεις με διαταγή

διαταγή θηλ απέλασης
διαταγή θηλ εκτέλεσης
διαταγή πληρωμής ΝΟΜ
προσωρινή διαταγή
διαταγή εκτέλεσης
εκτελώ μια διαταγή
δίνω μια διαταγή
γραμμάτιο σε διαταγή
αίρω μια διαταγή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский