Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διασφάλιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διασφάλισ|η <-εις> [ðiasˈfalisi] SUBST θηλ

διασφάλιση
Sicherung θηλ
διασφάλιση δανείου ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Sicherheitsmaßnahmen θηλ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με διασφάλιση

διασφάλιση θηλ δανείου
διασφάλιση θηλ πίστωσης
διασφάλιση θηλ ρευστότητας
διασφάλιση δανείου ΧΡΗΜΑΤΟΠ
διασφάλιση θηλ θεμελιωδών δικαιωμάτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский