Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διανύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ανύω <-ένυσα, -ανύθηκα, -ανυμένος> [ðiaˈniɔ] VERB μεταβ

1. διανύω (απόσταση):

διανύω

Παραδειγματικές φράσεις με διανύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский