Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαιτητική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαιτητική [ðiɛtitiˈci] SUBST θηλ

διαιτητική
Diätetik θηλ
διαιτητική

Παραδειγματικές φράσεις με διαιτητική

διαιτητική διαδικασία
διαιτητική ρήτρα
διαιτητική αγωγή
διαιτητική απόφαση
Schiedsgutachter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский