Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαιρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαιρ|ώ <-είς, -εσα, -έθηκα, -εμένος> [ðiɛˈrɔ] VERB μεταβ

1. διαιρώ (χωρίζω):

διαιρώ

2. διαιρώ ΜΑΘ:

διαιρώ
διαιρώ το 20 με το 5

Παραδειγματικές φράσεις με διαιρώ

διαιρώ το 20 με το 5

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский