Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαθέτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|αθέτω <-έθεσα, -ατέθηκα, -αθεμένος [ή -ατεθειμένος] > [ðiaˈθɛtɔ] VERB μεταβ

2. διαθέτω (έχω στη διάθεσή μου):

διαθέτω κάτι

3. διαθέτω (πουλώ):

διαθέτω

4. διαθέτω (απόβλητα):

διαθέτω
διαθέτω απορρίμματα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский