Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διαγωγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διαγωγή [ðiaɣɔˈji] SUBST θηλ

1. διαγωγή (καλή ή κακή συμπεριφορά):

διαγωγή
Betragen ουδ
διαγωγή
Führung θηλ
δείχνω καλή διαγωγή

2. διαγωγή (συμπεριφορά):

διαγωγή
Verhalten ουδ

3. διαγωγή (τρόπος ζωής):

διαγωγή

Παραδειγματικές φράσεις με διαγωγή

δείχνω καλή διαγωγή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский