Ελληνικά » Γερμανικά

II . διά [ˈðia [ή ]ðiˈa] PREP +αιτ (για)

διά μέσου [ðia ˈmɛsu] PREP +γεν

2. διά μέσου (για διαδρομή):

διά παντός [ðiapanˈdɔs] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский