Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διάρθρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διάρθρωσ|η <-εις> [ðiˈarθrɔsi] SUBST θηλ (τρόπος διάταξης, διάταξη)

διάρθρωση
Gliederung θηλ
διάρθρωση
Struktur θηλ
διάρθρωση επιχείρησης ΟΙΚΟΝ
οικονομική διάρθρωση, διάρθρωση της οικονομίας ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με διάρθρωση

οικονομική διάρθρωση, διάρθρωση της οικονομίας ΟΙΚΟΝ
διάρθρωση θηλ ισολογισμού
διάρθρωση θηλ επιχείρησης
διάρθρωση θηλ κεφαλαίων
διάρθρωση θηλ παραγωγής
διάρθρωση θηλ κατανάλωσης ΟΙΚΟΝ
διάρθρωση θηλ κόστους
διάρθρωση θηλ επιτοκίων
διάρθρωση θηλ ρόλων
διάρθρωση θηλ μισθών
διάρθρωση επιχείρησης ΟΙΚΟΝ
διάρθρωση θηλ της απασχόλησης ΟΙΚΟΝ
διάρθρωση θηλ ιδίων κεφαλαίων
διάρθρωση θηλ της ζήτησης
διάρθρωση θηλ του ανταγωνισμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский