Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεξιότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεξιότητα [ðɛksiˈɔtita] SUBST θηλ

1. δεξιότητα (επιδεξιότητα):

δεξιότητα
Geschick ουδ

2. δεξιότητα (ικανότητα):

δεξιότητα
Fähigkeit θηλ
δεξιότητα της ανάγνωσης

Παραδειγματικές φράσεις με δεξιότητα

δεξιότητα της ανάγνωσης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский