Ελληνικά » Γερμανικά

δεξιοτεχνία [ðɛksiɔtɛxˈnia] SUBST θηλ

δεξιοτέχνης (δεξιοτέχνισσα) [ðɛksiɔˈtɛxnis, ðɛksiɔˈtɛxnisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

δεξιοτέχνης (δεξιοτέχνισσα)
Meister(in) αρσ (θηλ)
δεξιοτέχνης (δεξιοτέχνισσα)
Virtuose αρσ (Virtuosin) θηλ

βιοτεχνία [viɔtɛxˈnia] SUBST θηλ

εμβιοτεχνική [ɛɱviɔtɛxniˈci] SUBST θηλ

πολυτεχνίτης [pɔlitɛxˈnitis] SUBST αρσ, πολυτεχνίτισσα [pɔlitɛxˈnitisa], πολυτεχνίτρα [pɔlitɛxˈnitra] SUBST θηλ

αρχιτέκτονας [arçiˈtɛktɔnas] SUBST mf, αρχιτεκτόνισσα [arçitɛkˈtɔnisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский