Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δελεαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δελεαστικ|ός <-ή, -ό> [ðɛlɛastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. δελεαστικός (προσφορά):

δελεαστικός

2. δελεαστικός (γυναίκα, άντρας):

δελεαστικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский