Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεκάρικο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεκάρικο [ðɛˈkarikɔ] SUBST ουδ

1. δεκάρικο (δέκα ευρώ):

δεκάρικο
δεκάρικο
Zehner αρσ

2. δεκάρικο ΙΣΤΟΡΊΑ (δεκάδραχμο):

δεκάρικο
δεκάρικο
Zehner αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δεκάρικο

μου λείπει ένα δεκάρικο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский