Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεκάρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεκάρα [ðɛˈkara] SUBST θηλ (του ευρώ)

δεκάρα
δεκάρα
Zehner αρσ
δε δίνει δεκάρα
δεν αξίζει δεκάρα
δεν έχω δεκάρα (τσακιστή)
Schund-

Παραδειγματικές φράσεις με δεκάρα

δεν αξίζει δεκάρα
δε δίνει δεκάρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский