Ελληνικά » Γερμανικά

δε1 [ðɛ] ΣΎΝΔ

1. δε (όμως):

δε
ο μεν …, ο δε
der eine …, der andere
ο μεν ένας …, ο δε άλλος
der eine …, der andere

2. δε (και):

δε
und

3. δε (αφ' ετέρου, πάλι):

δε

Δ.Ε.

Δ.Ε. συντομογραφία: δημόσια έργα

Δ.Ε.

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский