Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δασώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δασώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ðaˈsɔnɔ] VERB μεταβ (φυτεύω δέντρα σε έκταση)

δασώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский