Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δασύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δασύν|ω <-α, -θηκα> [ðaˈsinɔ]

1. δασύνω (γράφοντας: βάζω δασεία):

δασύνω ένα φωνήεν

2. δασύνω (στην προφορά):

δασύνω

II . δασύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. δασύνομαι (γράφομαι με δασεία):

2. δασύνομαι (στην προφορά):

Παραδειγματικές φράσεις με δασύνω

δασύνω ένα φωνήεν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский