Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δασμολόγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δασμολόγησ|η <-εις> [ðazmɔˈlɔjisi] SUBST θηλ

δασμολόγηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский