Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δαπανώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δαπαν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðapaˈnɔ] VERB μεταβ

1. δαπανώ (ξοδεύω):

δαπανώ

2. δαπανώ (καταναλώνω):

δαπανώ

3. δαπανώ (σπαταλώ):

δαπανώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский