Ελληνικά » Γερμανικά

δαιμονικ|ός <-ή, -ό> [ðɛmɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ

δαιμονιώδ|ης <-ης, -ες> [ðɛmɔniˈɔðis] ΕΠΊΘ

1. δαιμονιώδης (συμπεριφορά):

2. δαιμονιώδης (θόρυβος):

3. δαιμονιώδης (χειροκροτήματα, ρυθμός):

δαιμονισμέν|ος <-η, -ο> [ðɛmɔnizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

2. δαιμονισμένος (πανέξυπνος):

ευδαιμονισμός [ɛvðɛmɔnizˈmɔs] SUBST αρσ ΦΙΛΟΣ

ευδαιμονιστής (ευδαιμονίστρια) [ɛvðɛmɔnisˈtis, ɛvðɛmɔˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) ΦΙΛΟΣ

δαιμόνιο [ðɛˈmɔniɔ] SUBST ουδ

1. δαιμόνιο (εξαιρετική ιδιοφυΐα):

Genius αρσ

2. δαιμόνιο ΘΡΗΣΚ (πνεύμα πονηρό):

böser Geist αρσ

δαιμόνι|ος <-α, -ο> [ðɛˈmɔniɔs] ΕΠΊΘ

1. δαιμόνιος (δαιμονικός):

2. δαιμόνιος (μεγαλοφυής):

I . δαιμονί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðɛmɔˈnizɔ] VERB μεταβ (τρελαίνω)

II . δαιμονίζομαι VERB αυτοπ ρήμα (γίνομαι έξαλλος)

Αρμένιος [arˈmɛniɔs], Αρμένης [arˈmɛnis] SUBST αρσ, Αρμένια [arˈmɛnia], Αρμένισσα [arˈmɛnisa] SUBST θηλ

αλμπάν|ης <-ηδες> [alˈbanis] SUBST αρσ, αλμπάνισσα [alˈbanisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский