Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέλεαρ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέλεαρ <δελέατος> [ˈðɛlɛar] SUBST ουδ meist nur im ονομ und αιτ

δέλεαρ
Verlockung θηλ
δέλεαρ
Reiz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский