Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jiˈrizɔ] VERB μεταβ

2. γυρίζω (ρούχο: μέσα έξω):

γυρίζω

3. γυρίζω (επιστρέφω κάτι):

γυρίζω

4. γυρίζω (βγάζω βόλτα):

II . γυρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jiˈrizɔ] VERB αμετάβ

2. γυρίζω (γυρίζω το σώμα μου):

γυρίζω

4. γυρίζω (στρίβω με όχημα):

γυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский