Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γραμμή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γραμμή [ɣraˈmi] SUBST θηλ

2. γραμμή (πρόχειρη: με μολύβι ή στιλό):

γραμμή
Strich αρσ
τραβάω μια γραμμή
Trennlinie θηλ

4. γραμμή (σειρά):

γραμμή
Reihe θηλ
μπαίνω στη γραμμή
στέκομαι στη γραμμή
γραμμή παραγωγής
Fließband ουδ

6. γραμμή ΗΛΕΚ:

γραμμή
Leitung θηλ
μονοφασική γραμμή
ουδέτερη γραμμή
Nullleitung θηλ

7. γραμμή ΣΙΔΗΡ (συγκοινωνία):

γραμμή
Verbindung θηλ
γραμμή
Strecke θηλ
κύρια γραμμή
Hauptstrecke θηλ

8. γραμμή ΣΙΔΗΡ (όπου πατάει το τρένο):

γραμμή
Gleis ουδ

9. γραμμή (λεωφορείων):

γραμμή
Linie θηλ

10. γραμμή ΑΕΡΟ:

αεροπορική γραμμή
Fluglinie θηλ

11. γραμμή (σύνορο):

οροθετική γραμμή
γραμμή μάχης ΣΤΡΑΤ

Παραδειγματικές φράσεις με γραμμή

γραμμή θηλ άουτ
Auslinie θηλ
γραμμή θηλ θέματος
γραμμή θηλ παλινδρόμησης
γραμμή θηλ σύγκλισης
γραμμή θηλ τερματισμού ΑΘΛ
Ziellinie θηλ
ευθεία γραμμή
gerade Linie θηλ
κύρια γραμμή
οροθετική γραμμή
γραμμή πουρσουίτ
Richtlinie θηλ
γραμμή κλάσματος
γραμμή άουτ ΑΘΛ
Auslinie θηλ
Trennlinie θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский