Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλώσσα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλώσσα [ˈɣlɔsa] SUBST θηλ

3. γλώσσα (αυθάδεια):

βγάζω γλώσσα
μάζεψε τη γλώσσα σου!

4. γλώσσα (σύστημα επικοινωνίας):

γλώσσα
Sprache θηλ
γλώσσα του τόπου
ζωντανή/νεκρή γλώσσα
φυσική γλώσσα
τεχνητή γλώσσα
Kunstsprache θηλ
μειονοτική γλώσσα
μητρική γλώσσα
Muttersprache θηλ
γλώσσα μηχανής Η/Υ
γλώσσα των νοημάτων
ξένη γλώσσα
Fremdsprache θηλ
παγκόσμια γλώσσα
Weltsprache θηλ
συνθηματική γλώσσα
γλώσσα του σώματος
γλώσσα των κωφαλάλων
γλώσσα προγραμματισμού Η/Υ
γλώσσα υψηλού επιπέδου Η/Υ
γλώσσα χαμηλού επιπέδου Η/Υ
γλώσσα χαμηλού επιπέδου Η/Υ

5. γλώσσα (ψάρι):

γλώσσα
Seezunge θηλ
κίτρινη γλώσσα
Zwergzunge θηλ
γλώσσα λιμάντα
Limande θηλ

ιδιωτισμοί:

γλώσσα στεριάς
Landzunge θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με γλώσσα

νομική γλώσσα
τεχνητή γλώσσα
παγκόσμια γλώσσα
ξένη γλώσσα
κυανή γλώσσα ΖΩΟΛ (ασθένεια)
Blauzunge θηλ
βγάζω γλώσσα
φυσική γλώσσα
μητρική γλώσσα
γλώσσα μηχανής Η/Υ
κίτρινη γλώσσα
Zwergzunge θηλ
γλώσσα λιμάντα
Limande θηλ
γλώσσα στεριάς
Landzunge θηλ
νοηματική γλώσσα
διχαλωτή γλώσσα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский