Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γλυκό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γλυκό [ɣliˈkɔ] SUBST ουδ

1. γλυκό (κουταλιού, καραμέλα, γλειφιτζούρι και όμοια):

γλυκό
Süßigkeit θηλ
γλυκό κουταλιού

2. γλυκό (κουραμπιές και όμοια):

γλυκό
süßes Gebäck ουδ

3. γλυκό (πάστα):

γλυκό
Teilchen ουδ

4. γλυκό (κέικ):

γλυκό
Kuchen αρσ
Teelöffel αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский