Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γενιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γενιά [jɛˈɲa] SUBST θηλ

1. γενιά (σύνολο ανθρώπων ίδιου γένους):

γενιά
Geschlecht ουδ

2. γενιά (σύνολο ανθρώπων μιας εποχής, χρονική περίοδος):

γενιά
Generation θηλ
η γενιά του '60

γένι [ˈjɛni] SUBST ουδ o meist, γένια [ˈjɛɲa] SUBST ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский