Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γενετήσιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γενετήσι|ος <-α, -ο> [jɛnɛˈtisiɔs] ΕΠΊΘ

1. γενετήσιος (αναφερόμενος στη γέννηση):

γενετήσιος
Geburts-

2. γενετήσιος (αναφερόμενος στις γεννητικές λειτουργίες):

γενετήσιος
Geschlechts-

Παραδειγματικές φράσεις με γενετήσιος

γενετήσιος ακρωτηριασμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский