Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γεμίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . γεμί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [jɛˈmizɔ] VERB μεταβ (κάνω γεμάτο)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский