Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαιοκτησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γαιοκτησία [jɛɔktiˈsia] SUBST θηλ

γαιοκτησία
Landbesitz αρσ
γαιοκτησία
Grundbesitz αρσ
μεγάλη γαιοκτησία

Παραδειγματικές φράσεις με γαιοκτησία

μεγάλη γαιοκτησία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский