Ελληνικά » Γερμανικά

I . γ|έρνω <-ειρα, -ερμένος> [ˈjɛrnɔ] VERB μεταβ

1. γέρνω (το κεφάλι κτλ):

γέρνω

2. γέρνω (πόρτα, παράθυρο):

γέρνω

II . γ|έρνω <-ειρα, -ερμένος> [ˈjɛrnɔ] VERB αμετάβ

1. γέρνω (δεν είμαι όρθιος):

γέρνω

2. γέρνω (ήλιος):

γέρνω

I . γερ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [jɛrˈnɔ] VERB μεταβ (κάνω να γεράσει)

II . γερ|νώ <-νάς, -ασα, -ασμένος> [jɛrˈnɔ] VERB αμετάβ (γίνομαι γέρος)

Παραδειγματικές φράσεις με γέρνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский