Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γένος [ˈjɛnɔs] SUBST ουδ

1. γένος ΓΛΩΣΣ:

γένος
Geschlecht ουδ
η κυρία Ν., το γένος
Frau N., geborene
die Menschheit θηλ

2. γένος ΒΙΟΛ:

γένος
Gattung θηλ
Gattungsname αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με γένος

θηλυκό γένος ΓΛΩΣΣ
αρσενικό γένος
η κυρία Ν., το γένος
Frau N., geborene

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский