Ελληνικά » Γερμανικά

βόλεϊ (μπολ) [ˈvɔlɛi bɔl] SUBST ουδ αμετάβλ

βόλεϊ (μπολ)
Volleyball αρσ
βόλεϊ (μπολ)
μπιτς-βόλεϊ αμετάβλ
Beachvolleyball αρσ o ουδ

μπιτς-βόλεϊ [bitsˈvɔlɛi] SUBST ουδ αμετάβλ

Παραδειγματικές φράσεις με βόλεϊ

μπιτς-βόλεϊ αμετάβλ
Beachvolleyball αρσ o ουδ
μπάλα του βόλεϊ
Volleyball αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский