Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρω

βρω s. βρίσκω

Βλέπε και: βρίσκω

I . βρίσκω <βρήκα, βρέθηκα> [ˈvriskɔ] VERB μεταβ

6. βρίσκω (για σφαίρα όπλου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский